- γαλόνι
- Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με 0,8327 αγγλικά γ. Υποδιαίρεση του γ. είναι η πίντα (pint) που ισούται με το ένα όγδοο γ.
* * *(I)το1. στενή ταινία, σιρίτι, ραμμένο επάνω στα μανίκια ή στους ώμους στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού, για να δείχνει τον βαθμό του2. φρ. α) «έχει πλάκα τα γαλόνια» — έχει μεγάλο βαθμόβ) «πήρε ένα γαλόνι» — προήχθη στον αμέσως ανώτερο βαθμόγ) «τού ξήλωσαν τα γαλόνια» — τον καθήρεσαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallone «γαλόνι, σιρίτι»].————————(II)τομέτρο χωρητικότητας στερεών και υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) gallon].
Dictionary of Greek. 2013.